καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… … Dictionary of Greek
καναχή — sharp sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) καναχός noisy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχαί — καναχή sharp sound fem nom/voc pl καναχός noisy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχήν — καναχή sharp sound fem acc sg (attic epic ionic) καναχός noisy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… … Dictionary of Greek
καναχά — καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc sg (doric aeolic) καναχός noisy neut nom/voc/acc pl καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
канюк — каня полевой коршун с неприятным криком (Даль); вид небольшого филина, Striх sсорs , укр. канюк, каня, блр. кана, болг. каняк коршун , сербохорв. ка̏ња лунь, сарыч , словен. kanja, чеш. kaně – то же, слвц. kаňа, польск. kania коршун , в. луж.,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ηικανός — ἠϊκανός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό η ι < *ᾱυσ ι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes «φωτίζω», απ όπου και το ηώς «αυγή». Το ι δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β… … Dictionary of Greek
κανάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Μ κανάκι) νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κανάκια 1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα 2. (για παιδιά)… … Dictionary of Greek
κανάσσω — (Α) [καναχή] καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω … Dictionary of Greek